επίταξη — Είδος αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κινητών πραγμάτων. Υπάρχουν πολλές νομικές μορφές ε., ανάλογα με τις ανάγκες που την επιβάλλουν. Για παράδειγμα, η αναγκαστική πώληση στην περίπτωση της ε. τροφίμων, η αναγκαστική μίσθωση στην περίπτωση ε.… … Dictionary of Greek
ἐπιτάξῃ — ἐπιτάξηι , ἐπίταξις injunction fem dat sg (epic) ἐπιτάσσω put upon aor subj mid 2nd sg ἐπιτάσσω put upon aor subj act 3rd sg ἐπιτάσσω put upon fut ind mid 2nd sg ἐπιτάσσω put upon aor subj mid 2nd sg ἐπιτάσσω put upon aor subj act 3rd sg ἐπιτάσσω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάξηι — ἐπίταξις injunction fem dat sg (epic) ἐπιτάξῃ , ἐπιτάσσω put upon aor subj mid 2nd sg ἐπιτάξῃ , ἐπιτάσσω put upon aor subj act 3rd sg ἐπιτάξῃ , ἐπιτάσσω put upon fut ind mid 2nd sg ἐπιτάξῃ , ἐπιτάσσω put upon aor subj mid 2nd sg ἐπιτάξῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξέλαση — η (AM ἐξέλασις) [εξελαύνω] νεοελλ. (μεταλργ.) κατεργασία εξαναγκασμού ψυχρής μεταλλικής ράβδου να περάσει από τρύπα ολκού μικρότερης διαμέτρου την οποία αποκτά και η διατομή τής ράβδου μσν. επίταξη για πολεμικούς σκοπούς αρχ. 1. έξωση, εξορία… … Dictionary of Greek
επιγραφή — Λέξεις ή φράσεις χαραγμένες, γραμμένες, ζωγραφισμένες ή τυπωμένες σε ποικίλα υλικά. Οι αρχαίοι πολιτισμοί άφησαν πολυάριθμες ε. δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα: συνθήκες, ψηφίσματα, απογραφές, καταχωρήσεις πωλήσεων, λογαριασμούς, αναθηματικές ε.,… … Dictionary of Greek
επιτάσσω — (Α ἐπιτάσσω και αττ. τ. ἐπιτάττω) [τάσσω] τοποθετώ, παρατάσσω πίσω από άλλο («ὄπισθεν δὲ τοῡ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. επιβάλλω, υπαγορεύω, προστάζω 2. εκτελώ επίταξη* αρχ. 1. προστάζω, διατάζω, παραγγέλλω (α. «καὶ πάντως… … Dictionary of Greek
λογοθέτης — Αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που σχετιζόταν με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο κυριότερος ήταν ο μέγας λ., αξίωμα ανάλογο με εκείνο του σημερινού πρωθυπουργού. Οι διάφοροι άλλοι λ. του Βυζαντίου ασκούσαν, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
φωτοσταθερός — ή, ό, Ν φρ. «φωτοσταθερό σημείο» (τοπογρ.) επισημασμένο χαρακτηριστικό σημείο τού εδάφους, που χρησιμεύει για την ορθή επίταξη επικαλυπτόμενων αεροφωτογραφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + σταθερό] … Dictionary of Greek
επίτακτος — η, ο που επιτάχτηκε, ο επιταγμένος, που του έγινε επίταξη σε ώρα πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιστράτευση — η πρόσκληση ηλικιών στρατευσίμων και επίταξη ζώων, οχημάτων, υλικού κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)